Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερέα
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
ἀτέριγε
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἁτεροῖον
ἁτερόπλευρος
ἁτερόπτιλλος
ἅτερος
ἀτέρπεια
ἀτερπής
View word page
ἀτερηδόνιστος
ἀτερηδόνιστος, ον,
A). not worm-eaten, Dsc. 1.16 .


ShortDef

not worm-eaten

Debugging

Headword:
ἀτερηδόνιστος
Headword (normalized):
ἀτερηδόνιστος
Headword (normalized/stripped):
ατερηδονιστος
IDX:
17024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτερηδόνιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not worm-eaten,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.16 </span>.</div> </div><br><br>'}