Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτέλειος
ἀτελειότης
ἀτελείωτος
ἀτελεσιούργητος
ἀτέλεστος
ἀτελεσφόρητος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτελώνητος
ἀτέμβιος
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
View word page
ἀτέμβιος
ἀτέμβιος· μεμψίμοιρος, EM 163.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτέμβιος
Headword (normalized):
ἀτέμβιος
Headword (normalized/stripped):
ατεμβιος
IDX:
17009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτέμβιος·</span> <span class="foreign greek">μεμψίμοιρος,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:163:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:163.32/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 163.32 </a>.</div><br><br>'}