ἀτείχιστος,
ον,
A). unwalled, unfortified, Th. 1.2 ,
8.62 ,
Lys. 33.7 : metaph.,
χάριν θανάτου πάντες ἄνθρωποι πόλιν ἀ. οἰκοῦμεν Epicur. Sent. Vat. 31 . Adv.
-τως Sm. Za. 2.4(8) ;
ἀ. τετειχισμένοι, of Brahmans living in the open air,
Philostr. VA 3.15 ,
6.11 .