Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀταραχώδης
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρβίζεται
ἀταρβομάχας
Ἀταργατῖς
ἀταρίχευτος
ἀτάρμυκτος
ἀτάρνη
ἀταρπιτός
ἀταρτάομαι
ἀταρτηρός
ἄταρχον
ἀτάρχυτος
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
View word page
ἀταρπιτός
ἀταρπῐτός, ἀταρπός, Ion. for ἀτρ- (qq.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀταρπιτός
Headword (normalized):
ἀταρπιτός
Headword (normalized/stripped):
αταρπιτος
IDX:
16974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀταρπῐτός</span>, <span class="orth greek">ἀταρπός</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀτρ-</span> (qq.v.).</div><br><br>'}