Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
ἀτάραχος
ἀταραχώδης
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρβίζεται
ἀταρβομάχας
Ἀταργατῖς
ἀταρίχευτος
ἀτάρμυκτος
ἀτάρνη
ἀταρπιτός
ἀταρτάομαι
ἀταρτηρός
ἄταρχον
ἀτάρχυτος
View word page
ἀταρβίζεται
ἀταρβ-ίζεται·
ἀτηρὸς φαίνεται,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀταρβίζεται
Headword (normalized):
ἀταρβίζεται
Headword (normalized/stripped):
αταρβιζεται
IDX:
16968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16969
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀταρβ-ίζεται·</span> <span class="foreign greek">ἀτηρὸς φαίνεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}