Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσωματότης
ἀσωματόω
ἄσωμος
ἄσωστος
ἀσωτεῖον
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἀσωτοδιδάσκαλος
ἄσωτος
ἀσωφρόνως
ἆτα
ἀταβυρίτης
ἀταγία
ἀταής
ἀταῖος
ἀταισόν
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
ἀτάλαντος
View word page
ἆτα
ἆτα· ὦτα ( Tarent.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἆτα
Headword (normalized):
ἆτα
Headword (normalized/stripped):
ατα
IDX:
16935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἆτα·</span> <span class="foreign greek">ὦτα</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}