Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφη
ἀσύφηλος
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφάζει
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαθος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
Ἀσφάλιος
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
View word page
ἀσφάλαθος
ἀσφάλαθος,
A). v. ἀσπ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσφάλαθος
Headword (normalized):
ἀσφάλαθος
Headword (normalized/stripped):
ασφαλαθος
IDX:
16860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσφάλαθος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀσπ-.</span> </div> </div><br><br>'}