Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσύρρηκτος
ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφη
ἀσύφηλος
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφάζει
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαθος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
Ἀσφάλιος
ἀσφάλισμα
View word page
ἀσφάζει
ἀσφάζει·
ἀντέχεται,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀσφάζει
Headword (normalized):
ἀσφάζει
Headword (normalized/stripped):
ασφαζει
IDX:
16857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16858
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσφάζει·</span> <span class="foreign greek">ἀντέχεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}