Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσυνθεσία
ἀσυνθετέω
ἀσύνθετος
ἀσυνθηκέω
ἀσύνθηκος
ἀσύννευστος
ἀσυννεφής
ἀσυννόμως
ἀσύννοος
ἀσύνοπτος
ἀσύνορον
ἀσυντακτικός
ἀσύντακτος
ἀσυνταξία
ἀσύντατος
ἀσυντέλεστος
ἀσυντελής
ἀσυντήρητος
ἀσύντονος
ἀσύντρητος
ἀσύντριπτος
View word page
ἀσύνορον
ἀσύνορον·
ἀσύμφωνον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀσύνορον
Headword (normalized):
ἀσύνορον
Headword (normalized/stripped):
ασυνορον
IDX:
16832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16833
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσύνορον·</span> <span class="foreign greek">ἀσύμφωνον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}