Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσυμφωνέω
ἀσυμφωνία
ἀσύμφωνος
ἀσυναίρετος
ἀσυναίσθητος
ἀσυνακόλουθος
ἀσύνακτος
ἀσυνάλειπτος
ἀσυνάλλακτος
ἀσυναλλαξία
ἀσυνάντητος
ἀσύναπτος
ἀσύναρθρος
ἀσυνάρμοστος
ἀσυνάρτητος
ἀσυνδεξίαστος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
ἀσυνδύαστος
ἀσυνέγκλιτος
ἀσυνείδητος
View word page
ἀσυνάντητος
ἀσυν-άντητος, ον,
A). not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.


ShortDef

not to be met, unsocial

Debugging

Headword:
ἀσυνάντητος
Headword (normalized):
ἀσυνάντητος
Headword (normalized/stripped):
ασυναντητος
IDX:
16798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσυν-άντητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to be met, unsocial,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀξύμβλητον.</span> </div> </div><br><br>'}