Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσύμμικτος
ἀσυμμνημόνευτος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπάθεια
ἀσυμπαθής
ἀσυμπάθητος
ἀσυμπέραντος
ἀσυμπέραστος
ἀσυμπερίφορος
ἀσύμπλεκτος
ἀσυμπλήρωτος
ἀσύμπλοκος
ἀσύμποτος
ἀσύμπτωτος
ἀσυμπώρωτος
ἀσυμφανής
ἀσύμφθαρτος
ἀσύμφιλος
ἀσύμφορος
ἀσυμφυής
ἀσύμφυλος
View word page
ἀσυμπλήρωτος
ἀσυμ-πλήρωτος, ον,
A). not filled up, Dsc. 1.70 .


ShortDef

not filled up

Debugging

Headword:
ἀσυμπλήρωτος
Headword (normalized):
ἀσυμπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ασυμπληρωτος
IDX:
16776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16777
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσυμ-πλήρωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not filled up,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.70 </span>.</div> </div><br><br>'}