Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσυμβολέω
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσύμμικτος
ἀσυμμνημόνευτος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπάθεια
ἀσυμπαθής
ἀσυμπάθητος
ἀσυμπέραντος
ἀσυμπέραστος
ἀσυμπερίφορος
ἀσύμπλεκτος
ἀσυμπλήρωτος
ἀσύμπλοκος
ἀσύμποτος
ἀσύμπτωτος
ἀσυμπώρωτος
ἀσυμφανής
View word page
ἀσυμπάθητος
ἀσυμ-πάθητος [πᾰ], = foreg. 1 , An.Ox. 2.340 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσυμπάθητος
Headword (normalized):
ἀσυμπάθητος
Headword (normalized/stripped):
ασυμπαθητος
IDX:
16771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσυμ-πάθητος</span> [<span class="foreign greek">πᾰ], </span> = foreg.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:1/canonical-url/"> 1 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.340 </span>.</div><br><br>'}