Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσυγκρότητος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
ἀσύγχυτος
ἀσυγχώρητος
ἀσύζευκτος
ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσυλεί
View word page
ἀσυγκρότητος
ἀσυγκρότητος, ον,
A). v. ἀξυγκρότητος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσυγκρότητος
Headword (normalized):
ἀσυγκρότητος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκροτητος
IDX:
16738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16739
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσυγκρότητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀξυγκρότητος.</span> </div> </div><br><br>'}