Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσυγγενής
ἀσυγγνωμόνητος
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσυγκρότητος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
View word page
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλαστος
,
ον
,
A).
hard, pitiless,
πρὸς τοὺς ὁμοφύλους
Phld.
Herc.
1251.20
.
ShortDef
hard, pitiless
Debugging
Headword:
ἀσύγκλαστος
Headword (normalized):
ἀσύγκλαστος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκλαστος
IDX:
16731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16732
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσύγκλαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard, pitiless,</span> <span class="quote greek">πρὸς τοὺς ὁμοφύλους</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1251.20 </span> .</div> </div><br><br>'}