Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀστυφία
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνωμόνητος
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
View word page
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατα-θετέω,
A). withhold one's assent, S.E.M. 7.157 .


ShortDef

withhold one's assent

Debugging

Headword:
ἀσυγκαταθετέω
Headword (normalized):
ἀσυγκαταθετέω
Headword (normalized/stripped):
ασυγκαταθετεω
IDX:
16727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16728
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσυγκατα-θετέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">withhold one\'s assent,</span> S.E.M.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg030:7:157" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg030:7.157/canonical-url/"> 7.157 </a>.</div> </div><br><br>'}