Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστύαρχος
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτνιάω
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγειτονικός
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδίκης
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἀστυκός
ἀστυλάζει
ἄστυλος
ἀστύλωτος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἀστύξενοι
View word page
ἀστυκός
ἀστυκός,
A). v. ἀστικός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστυκός
Headword (normalized):
ἀστυκός
Headword (normalized/stripped):
αστυκος
IDX:
16698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστυκός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀστικός.</span> </div> </div><br><br>'}