Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστρονομέω
ἀστρονόμημα
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἀστρόπληγος
ἀστροποιέω
ἀστροσκοπέω
ἀστροσκοπία
ἀστροτέχνημα
ἀστρούθιστος
ἀστροφαής
ἀστροφεγγής
ἀστροφόρος
ἄστροφος
ἀστροχίτων
ἀστρώδης
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἀστρωσία
ἄστρωτος
View word page
ἀστρούθιστος
ἀστρούθιστος, ον,
A). not washed with στρουθίον, Dsc. 2.74 .


ShortDef

not washed with

Debugging

Headword:
ἀστρούθιστος
Headword (normalized):
ἀστρούθιστος
Headword (normalized/stripped):
αστρουθιστος
IDX:
16675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρούθιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not washed with</span> <span class="foreign greek">στρουθίον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.74 </span>.</div> </div><br><br>'}