Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀστρόβολος
ἀστροβρόντης
ἀστρογείτων
ἀστροδάμας
ἀστροδίαιτος
ἀστροδώρητος
ἀστροειδής
ἀστροθεάμων
ἀστροθεσία
ἀστροθετέω
ἀστροθέτημα
ἀστροθέτης
ἀστρόθετος
ἀστροθύτης
ἀστροΐτης
ἀστροκύων
ἀστρολάβος
ἀστρολογέω
ἀστρολόγημα
ἀστρολογία
ἀστρολογικός
View word page
ἀστροθέτημα
ἀστρο-θέτημα
,
ατος
,
τό
,
A).
a group of stars, constellation,
Suid.
s.v.
ἀστήρ.
ShortDef
a group of stars, constellation
Debugging
Headword:
ἀστροθέτημα
Headword (normalized):
ἀστροθέτημα
Headword (normalized/stripped):
αστροθετημα
IDX:
16649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16650
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρο-θέτημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a group of stars, constellation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀστήρ.</span> </div> </div><br><br>'}