Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀστροβλέφαρος
ἀστροβλής
ἀστροβλησία
ἀστρόβλητος
ἀστροβοᾶν
ἀστροβολέομαι
ἀστροβολησία
ἀστροβόλητος
ἀστροβολία
ἀστροβολίζομαι
ἀστρόβολος
ἀστροβρόντης
ἀστρογείτων
ἀστροδάμας
ἀστροδίαιτος
ἀστροδώρητος
ἀστροειδής
ἀστροθεάμων
ἀστροθεσία
ἀστροθετέω
ἀστροθέτημα
View word page
ἀστρόβολος
ἀστρό-βολος
,
ον
,
A).
lightning-like, swift,
Hsch.
Adv.
-λως
Id.
ShortDef
lightning-like, swift
Debugging
Headword:
ἀστρόβολος
Headword (normalized):
ἀστρόβολος
Headword (normalized/stripped):
αστροβολος
IDX:
16639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16640
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρό-βολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lightning-like, swift,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> Adv. <span class="foreign greek">-λως</span> Id.</div> </div><br><br>'}