Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστροάρχη
ἀστροβλέφαρος
ἀστροβλής
ἀστροβλησία
ἀστρόβλητος
ἀστροβοᾶν
ἀστροβολέομαι
ἀστροβολησία
ἀστροβόλητος
ἀστροβολία
ἀστροβολίζομαι
ἀστρόβολος
ἀστροβρόντης
ἀστρογείτων
ἀστροδάμας
ἀστροδίαιτος
ἀστροδώρητος
ἀστροειδής
ἀστροθεάμων
ἀστροθεσία
ἀστροθετέω
View word page
ἀστροβολίζομαι
ἀστρο-βολίζομαι, Pass.,
A). = ἀστροβολέομαι , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστροβολίζομαι
Headword (normalized):
ἀστροβολίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αστροβολιζομαι
IDX:
16638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρο-βολίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀστροβολέομαι</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}