Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄστριον
ἄστρις
ἀστροάρχη
ἀστροβλέφαρος
ἀστροβλής
ἀστροβλησία
ἀστρόβλητος
ἀστροβοᾶν
ἀστροβολέομαι
ἀστροβολησία
ἀστροβόλητος
ἀστροβολία
ἀστροβολίζομαι
ἀστρόβολος
ἀστροβρόντης
ἀστρογείτων
ἀστροδάμας
ἀστροδίαιτος
ἀστροδώρητος
ἀστροειδής
ἀστροθεάμων
View word page
ἀστροβόλητος
ἀστρο-βόλητος, ον,
A). = ἀστροβλής , Hsch., v.l. in Thphr. for -βλητος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστροβόλητος
Headword (normalized):
ἀστροβόλητος
Headword (normalized/stripped):
αστροβολητος
IDX:
16636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρο-βόλητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀστροβλής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, v.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> </span> for <span class="foreign greek">-βλητος</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}