Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄστρεπτος
ἀστρεφής
ἀστρηνές
ἀστρίζω
ἀστρικός
ἄστριον
ἄστρις
ἀστροάρχη
ἀστροβλέφαρος
ἀστροβλής
ἀστροβλησία
ἀστρόβλητος
ἀστροβοᾶν
ἀστροβολέομαι
ἀστροβολησία
ἀστροβόλητος
ἀστροβολία
ἀστροβολίζομαι
ἀστρόβολος
ἀστροβρόντης
ἀστρογείτων
View word page
ἀστροβλησία
ἀστρο-βλησία, , prob. l. for -βολησία (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστροβλησία
Headword (normalized):
ἀστροβλησία
Headword (normalized/stripped):
αστροβλησια
IDX:
16631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρο-βλησία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, prob. l. for <span class="foreign greek">-βολησία</span> (q.v.).</div><br><br>'}