Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστρατευσία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
ἀστραφής
ἀστραφιστήρ
ἄστραψις
ἀστρεκίας
ἄστρεπτος
ἀστρεφής
ἀστρηνές
ἀστρίζω
ἀστρικός
ἄστριον
ἄστρις
ἀστροάρχη
View word page
ἀστραφιστήρ
ἀστραφιστήρ, ῆρος, , dub. sens. in IG 2.808d65 ; cf. ἀστραβιστήρ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστραφιστήρ
Headword (normalized):
ἀστραφιστήρ
Headword (normalized/stripped):
αστραφιστηρ
IDX:
16618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστραφιστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.808d65 </span>; cf. <span class="foreign greek">ἀστραβιστήρ.</span> </div><br><br>'}