Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπιος
ἀστραποειδής
ἀστραποκτυποδίωκτα
ἀστραπόπληκτος
ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστρατευσία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
ἀστραφής
View word page
ἀστραπόπληκτος
ἀστρᾰπό-πληκτος, ον,
A). lightning-stricken, v.l. for ἀστερόπληκτος in Seneca QN 1.15 .


ShortDef

lightning-stricken

Debugging

Headword:
ἀστραπόπληκτος
Headword (normalized):
ἀστραπόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
αστραποπληκτος
IDX:
16607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρᾰπό-πληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lightning-stricken,</span> v.l. for <span class="ref greek">ἀστερόπληκτος</span> in Seneca <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">QN</span> 1.15 </span>.</div> </div><br><br>'}