Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστραλός
ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπιος
ἀστραποειδής
ἀστραποκτυποδίωκτα
ἀστραπόπληκτος
ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστρατευσία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
View word page
ἀστραποκτυποδίωκτα
ἀστρᾰπο-κτῠποδίωκτα, prob. in
A). P Mag.Lond. 1.46.20 for ἀστραποκυποδωκε.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστραποκτυποδίωκτα
Headword (normalized):
ἀστραποκτυποδίωκτα
Headword (normalized/stripped):
αστραποκτυποδιωκτα
IDX:
16606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρᾰπο-κτῠποδίωκτα</span>, prob. in <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">P Mag.Lond.</span> <span class="bibl"> 1.46.20 </span> for <span class="foreign greek">ἀστραποκυποδωκε.</span> </div> </div><br><br>'}