Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγάλη
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλῖτις
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
ἀστραγαλώδης
ἀστραγαλωτός
ἀστραῖος
ἀστρακλεῖν
ἀστραλός
ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
View word page
ἀστραγαλῖτις
ἀστρᾰγαλ-ῖτις
,
ιδος
,
ἡ
,
A).
=
ἶρις Ἰλλυρική
,
Gal.
12.422
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀστραγαλῖτις
Headword (normalized):
ἀστραγαλῖτις
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλιτις
IDX:
16589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16590
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστρᾰγαλ-ῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἶρις Ἰλλυρική</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.422 </span>.</div> </div><br><br>'}