ἄστοργος
ἄστοργ-ος, ον,
A). without natural affection, ἄστοργος ψυχήν ; 2.146 ὥστοργος the heartless one, , cf. 2.112 Lyr.Alex. Adesp. 6.9 ; ἄ. γυνή ; 17.43 ἄ. πρὸς τὰ ἔκγονα I, cf. IG 12(5).14 (Ios); ἄ. θάνατος cruel, ( 7.662 ), IG 3.1374 .
2). without attraction, :—also 2.926f ἀστόργης (sic) An.Ox. 1.50 .