Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄστλιγξ
ἄστοβος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἀστολόγος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἀστόμιος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
ἀστοργία
ἄστοργος
ἀστορής
ἀστόριον
ἀστός
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
View word page
ἀστονάχητος
ἀστονάχητος [ᾰ], = sq., IG 14.2111 .


ShortDef

without sighs

Debugging

Headword:
ἀστονάχητος
Headword (normalized):
ἀστονάχητος
Headword (normalized/stripped):
αστοναχητος
IDX:
16558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστονάχητος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.2111 </span>.</div><br><br>'}