Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀστιξία
ἄστιος
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἄστλιγξ
ἄστοβος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἀστολόγος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἀστόμιος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
ἀστοργία
ἄστοργος
View word page
ἀστολόγος
ἀστολόγος
,
ὁ
, title in Egypt,
Sammelb.
969
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀστολόγος
Headword (normalized):
ἀστολόγος
Headword (normalized/stripped):
αστολογος
IDX:
16552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16553
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστολόγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, title in Egypt, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 969 </span>.</div><br><br>'}