Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιλάζει
ἀστιξία
ἄστιος
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἄστλιγξ
ἄστοβος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἀστολόγος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἀστόμιος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
View word page
ἄστοβος
ἄστοβος, ον,
A). = ἀλοιδόρητος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄστοβος
Headword (normalized):
ἄστοβος
Headword (normalized/stripped):
αστοβος
IDX:
16549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16550
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄστοβος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀλοιδόρητος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}