Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ᾄστης
ἀστιάγγας
ἄστριγγας
ἄστριγας
ἀστίαρχος
ἀστιβής
ἀστίβητος
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιλάζει
ἀστιξία
ἄστιος
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἄστλιγξ
ἄστοβος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
View word page
ἀστιλάζει
ἀστιλάζει· συμπεριπατεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστιλάζει
Headword (normalized):
ἀστιλάζει
Headword (normalized/stripped):
αστιλαζει
IDX:
16541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστιλάζει·</span> <span class="foreign greek">συμπεριπατεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}