Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστηνεῖ
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστήρει
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιάγγας
ἄστριγγας
ἄστριγας
ἀστίαρχος
ἀστιβής
ἀστίβητος
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιλάζει
ἀστιξία
ἄστιος
ἀστίοχος
ἄστιπτος
View word page
ἀστίαρχος
ἀστίαρχος,
A). = ἀστύαρχος , BGU 1024 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστίαρχος
Headword (normalized):
ἀστίαρχος
Headword (normalized/stripped):
αστιαρχος
IDX:
16535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16536
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστίαρχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀστύαρχος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1024 </span>.</div> </div><br><br>'}