Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄστηθι
ἄστηλος
ἀστηνεῖ
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστήρει
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιάγγας
ἄστριγγας
ἄστριγας
ἀστίαρχος
ἀστιβής
ἀστίβητος
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιλάζει
ἀστιξία
ἄστιος
View word page
ἄστριγγας
ἄστριγγας, καὶ


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄστριγγας
Headword (normalized):
ἄστριγγας
Headword (normalized/stripped):
αστριγγας
IDX:
16533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄστριγγας</span>, <span class="foreign greek">καὶ</span> </div><br><br>'}