Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστεφής
ἀστή
ἄστηθι
ἄστηλος
ἀστηνεῖ
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστήρει
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιάγγας
ἄστριγγας
ἄστριγας
ἀστίαρχος
ἀστιβής
ἀστίβητος
ἀστιγής
View word page
ἀστήρει
ἀστήρει· σῖτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστήρει
Headword (normalized):
ἀστήρει
Headword (normalized/stripped):
αστηρει
IDX:
16528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστήρει·</span> <span class="foreign greek">σῖτος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}