Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστερόωνται
ἀστερώδης
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστεφής
ἀστή
ἄστηθι
ἄστηλος
ἀστηνεῖ
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστήρει
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιάγγας
ἄστριγγας
ἄστριγας
ἀστίαρχος
View word page
ἀστηνεῖ
ἀστηνεῖ· ἀδυνατεῖ, Hsch., cf. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστηνεῖ
Headword (normalized):
ἀστηνεῖ
Headword (normalized/stripped):
αστηνει
IDX:
16525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστηνεῖ·</span> <span class="foreign greek">ἀδυνατεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, cf. sq.</div><br><br>'}