Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροπός
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερόωνται
ἀστερώδης
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστεφής
ἀστή
ἄστηθι
ἄστηλος
ἀστηνεῖ
ἄστηνος
View word page
ἀστερώδης
ἀστερ-ώδης, ες,
A). = ἀστεροειδής, Ποταμός Sch. Arat. 355 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστερώδης
Headword (normalized):
ἀστερώδης
Headword (normalized/stripped):
αστερωδης
IDX:
16516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστερ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀστεροειδής, Ποταμός</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:355" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:355/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arat.</span> 355 </a>.</div> </div><br><br>'}