Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροπός
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερόωνται
ἀστερώδης
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστεφής
ἀστή
ἄστηθι
ἄστηλος
ἀστηνεῖ
View word page
ἀστερόωνται
ἀστερόωνται,
A). f.l. for ἀστερόεντες in Arat. 548 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστερόωνται
Headword (normalized):
ἀστερόωνται
Headword (normalized/stripped):
αστεροωνται
IDX:
16515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστερόωνται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἀστερόεντες</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:548" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:548/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arat.</span> 548 </a>.</div> </div><br><br>'}