Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστερομαρμαρυγή
ἀστερόνωτος
ἀστεροόμματος
ἀστεροπαγερέτας
ἀστεροπαῖος
ἀστεροπή
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροπός
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερόωνται
ἀστερώδης
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
View word page
ἀστεροπός
ἀστεροπός, όν,
A). = ἀστερωπός, Ζεύς Achae. 2.3 (anap.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστεροπός
Headword (normalized):
ἀστεροπός
Headword (normalized/stripped):
αστεροπος
IDX:
16509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστεροπός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀστερωπός, Ζεύς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0309.tlg001:2:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0309.tlg001:2.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Achae.</span> 2.3 </a> (anap.).</div> </div><br><br>'}