Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστέροθεν
ἀστερομαρμαρυγή
ἀστερόνωτος
ἀστεροόμματος
ἀστεροπαγερέτας
ἀστεροπαῖος
ἀστεροπή
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροπός
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερόωνται
ἀστερώδης
ἀστερωπός
ἀστερωτός
View word page
ἀστερόπληκτος
ἀστερό-πληκτος, ον,
A). struck 'sine fulmine' (by a meteoric bolt), Seneca QN 1.15 .


ShortDef

struck

Debugging

Headword:
ἀστερόπληκτος
Headword (normalized):
ἀστερόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
αστεροπληκτος
IDX:
16508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16509
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστερό-πληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">struck</span> \'<span class="tr" style="font-weight: bold;">sine fulmine</span>\' (by a meteoric bolt), Seneca <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">QN</span> 1.15 </span>.</div> </div><br><br>'}