Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀστεργής
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
ἀστέριος
ἀστερίσκιον
ἀστερίσκος
ἀστερισμός
ἀστερίτης
ἄστερκτος
ἀστεροβλής
ἀστεροδίνητος
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστέροθεν
ἀστερομαρμαρυγή
ἀστερόνωτος
ἀστεροόμματος
ἀστεροπαγερέτας
ἀστεροπαῖος
View word page
ἄστερκτος
ἄστερκτος
,
ον
,
A).
=
ἀστεργής
, v.
ἄστεκτος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄστερκτος
Headword (normalized):
ἄστερκτος
Headword (normalized/stripped):
αστερκτος
IDX:
16493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16494
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄστερκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀστεργής</span> , v. <span class="ref greek">ἄστεκτος.</span> </div> </div><br><br>'}