ἀστερισμός
ἀστερ-ισμός, ὁ,
A). marking with stars, Geog. 1.22.4 , Sch. ; 205 arrangement of constellations, τῆς Ἀργοῦς , cf. 1.8.1 2.1.12 ; a starry ornament, f.l. for foreg. in . 19.34
II). = καταστερισμός , ap. . 1.49.44