Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀστέμβακτος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
ἀστέριος
ἀστερίσκιον
ἀστερίσκος
ἀστερισμός
ἀστερίτης
ἄστερκτος
ἀστεροβλής
ἀστεροδίνητος
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
View word page
ἀστερικός
ἀστερ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
planetary,
κινήματα
Theol.Ar.
37
.
ShortDef
planetary
Debugging
Headword:
ἀστερικός
Headword (normalized):
ἀστερικός
Headword (normalized/stripped):
αστερικος
IDX:
16487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16488
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστερ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">planetary,</span> <span class="quote greek">κινήματα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Theol.Ar.</span> 37 </span> .</div> </div><br><br>'}