Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀστεγής
ἄστεγος
ἀστειεύομαι
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστειορρημονέω
ἀστεῖος
ἀστειοσύνη
ἀστειότης
ἄστειπτος
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστέλεχος
ἀστέμβακτος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
View word page
ἄστειπτος
ἄστειπτος, ον,
A). v. ἄστιπτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄστειπτος
Headword (normalized):
ἄστειπτος
Headword (normalized/stripped):
αστειπτος
IDX:
16470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄστειπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄστιπτος.</span> </div> </div><br><br>'}