Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσταφυλῖνος
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεγής
ἄστεγος
ἀστειεύομαι
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστειορρημονέω
ἀστεῖος
ἀστειοσύνη
ἀστειότης
ἄστειπτος
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστέλεχος
View word page
ἀστειορρημονέω
ἀστειο-ρρημονέω· ἀστεΐζομαι, Zonar.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστειορρημονέω
Headword (normalized):
ἀστειορρημονέω
Headword (normalized/stripped):
αστειορρημονεω
IDX:
16466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀστειο-ρρημονέω·</span> <span class="foreign greek">ἀστεΐζομαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div><br><br>'}