Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἆσσον
Ἀσσύριοι
ἀσσύτεροι
ᾄσσω
ἀσταγανά
ἀσταγής
ἀσταθής
ἀστάθμευτος
ἀστάθμητος
ἄσταθμος
ἀσταίνει
ἀστακός
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
ἀστασία
ἀστασίαστος
View word page
ἀσταίνει
ἀσταίνει·
δυσπαθεῖ, ἁμαρτάνει, μοχθεῖ,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀσταίνει
Headword (normalized):
ἀσταίνει
Headword (normalized/stripped):
ασταινει
IDX:
16439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16440
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσταίνει·</span> <span class="foreign greek">δυσπαθεῖ, ἁμαρτάνει, μοχθεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}