Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀείνως
ἀειπαθής
ἀειπάθεια
ἀειπαλής
ἀειπάρθενος
ἀείπλανος
ἄειρον
ἀείροος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀείς
ἀείσε
ἀεισιτία
ἀείσιτος
ἀείσκωψ
ἄεισμα
ἀείστροφος
ἀείτας
ἀελτελής
ἄειτον
ἀειφανής
View word page
ἀείς
ἀείς, part. of ἄημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀείς
Headword (normalized):
ἀείς
Headword (normalized/stripped):
αεις
IDX:
1641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀείς</span>, part. of <span class="foreign greek">ἄημι</span>.</div><br><br>'}