ἀσπαστός
ἀσπ-αστός, ή, όν,
A). = ἀσπάσιος , welcome, (only in ), Ὀδυσῆ’ ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο 13.35 , cf. 5.398 , 23.239 ; κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο ; 5.98 τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1.62 , cf. Rh. 348 (lyr.), Or. 15.184d ( Comp.). Adv. -τῶς , 4.201 ; 1090 τὸ τῆς ζωῆς ἀ. Ep. 3p.61U. ; neut. ἀσπαστόν as Adv., Sc. 42 .
II). ἄσπαστον, an instrument of uncertain use, BGU 544.25 (ii/iii A.D.).