Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσπακάζομαι
ἀσπάλαθος
ἀσπάλαξ
ἀσπαλία
ἀσπαλιεύομαι
ἀσπαλιεύς
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἄσπαλον
ἀσπανιστία
ἀσπαραγία
ἀσπάρακτος
ἀσπαρίζω
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἀσπαστύς
View word page
ἀσπαραγία
ἀσπᾰραγία
,
ἀσπάραγος
,
ἀσπαραγωνία
, v. sub
ἀσφ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀσπαραγία
Headword (normalized):
ἀσπαραγία
Headword (normalized/stripped):
ασπαραγια
IDX:
16354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16355
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσπᾰραγία</span>, <span class="orth greek">ἀσπάραγος</span>, <span class="orth greek">ἀσπαραγωνία</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀσφ-.</span> </div><br><br>'}