Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσκωλιασμός
ἀσκωλίζω
ἄσκωμα
ἄσμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσμάτιον
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμεναίτατα
ἀσμενέω
ἀσμενής
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
ᾀσμός
ἀσμόσσει
View word page
ἀσμεναίτατα
ἀσμεναίτατα, ᾀσμᾰτο-έστατα, v. sub ἄσμενος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσμεναίτατα
Headword (normalized):
ἀσμεναίτατα
Headword (normalized/stripped):
ασμεναιτατα
IDX:
16323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16324
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσμεναίτατα</span>, <span class="orth greek">ᾀσμᾰτο-έστατα</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἄσμενος.</span> </div><br><br>'}