Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμεταβόλος
ἀειμνημόνευτος
ἀειμνήμων
ἀείμνηστος
ἀειναής
ἀείναος
ἀειναῦται
ἀεινεφεῖς
ἀείνως
ἀειπαθής
ἀειπάθεια
ἀειπαλής
ἀειπάρθενος
ἀείπλανος
ἄειρον
ἀείροος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀείς
View word page
ἀείνως
ἀείνως, ων, Att. contr. for ἀείναος,
A). v. ἀέναος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀείνως
Headword (normalized):
ἀείνως
Headword (normalized/stripped):
αεινως
IDX:
1631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀείνως</span>, <span class="itype greek">ων</span>, Att. contr. for <span class="foreign greek">ἀείναος,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀέναος.</span> </div> </div><br><br>'}